αναγωγισμός

αναγωγισμός
ο Φιλοσ.
άποψη που υποστηρίζει ότι οι οντότητες ενός δεδομένου είδους είναι αθροίσματα ή συνδυασμοί οντοτήτων ενός απλούστερου ή βασικότερου είδους ή ότι οι εκφράσεις που καταδηλώνουν οντότητες αυτού τού είδους μπορούν να οριστούν με όρους εκφράσεων που καταδηλώνουν τις βασικότερες οντότητες Έτσι, οι ιδέες ότι τα φυσικά σώματα είναι αθροίσματα ατόμων ή ότι οι σκέψεις είναι συνδυασμοί αισθητηριακών εντυπώσεων αποτελούν μορφές αναγωγισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρεντουξιονισμός — ο, Ν βιολ. ο αναγωγισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. |εν. όρου, πρβλ. αγγλ. reductionism < λατ. reductio «αναγωγή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”